Ποιος αγαπά πιο πολύ, το παγωτό από την Κοκική;

Υπήρχε κάποτε ένα κορίτσι με κόκκινες φακίδες και κόκκινες φουντωτές κοτσίδες. Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνιζαν όποτε μυριζόταν παγωτό φράουλα και το πρόσωπό της γινόταν κατακόκκινο αν δεν την άφηναν να το φάει. Το κορίτσι αυτό το έλεγαν Κοκική.
Κάθε απόγευμα στις 6.00 ακριβώς, η Κοκική έβαζε δύο ευρώ στο μικρό της κόκκινο πορτοφόλι και πήγαινε στο παγωτατζίδικο του Τζιμ. Ο Τζιμ, που είχε μαλλιά από γρανίτα μπλε κουρακάο και καπέλο από χωνάκι παγωτού, ήταν ο αγαπημένος της φίλος.
Η Κοκική του έδινε τα δύο ευρώ και εκείνος της γέμιζε ένα μεγάλο χωνάκι με παγωτό φράουλα. Το άρωμά του έκανε τις σειρήνες της πυροσβεστικής να σφυρίζουν και τα φανάρια στο δρόμο να αναβοσβήνουν σαν τρελά.
Μια μέρα όμως, τα φύλλα των δέντρων έγιναν κίτρινα σα γρανίτα από λεμόνι και τα χείλη της Κοκικής μπλε σαν βατόμουρο όταν ακούμπησαν το παγωτό. Το ίδιο βράδυ, η Κοκική έτρεμε κάτω από την κόκκινη κουβέρτα στο μικρό της κρεβάτι και η μαμά της αναγκάστηκε να φέρει το γιατρό για να της διώξει τον πυρετό. Η Κοκική έμεινε στο κρεβάτι για πολλές μέρες και αυτό που την αρρώσταινε περισσότερο ήταν ότι η μαμά της τής απαγόρευσε να ξαναφάει παγωτό μέσα στο χειμώνα.
Την ημέρα όμως που η Κοκική έγινε και πάλι καλά, τυλίχτηκε μέσα στο κόκκινο κασκόλ της και έβγαλε τη μύτη του κόκκινου παπουτσιού της έξω από την πόρτα στα κρυφά. Αμέσως την παρέσυρε ένας δυνατός αέρας που έτρεχε πιο ανυπόμονα κι από το σκύλο του γείτονά της του Γρηγόρη. Η Κοκική τέντωσε τα χέρια της αποφασισμένη να πετάξει μέχρι το παγωτατζίδικο. Εκεί, βρήκε τον Τζιμ με τις βλεφαρίδες του παγωμένες. Τις ανοιγόκλεισε όμως με τόση χαρά όταν είδε την Κοκική, που ο πάγος θρυμματίστηκε.
-         Γεια σου Κοκική μου, Κοκικάκι. Έμαθα πως έγινες παγάκι.
-         Κι αυτό είναι αλήθεια Τζίμυ Τζιμ.
Άσε που χωρίς το αγαπημένο μου το παγωτό
λίγο έλειψε κι εγώ να τρελαθώ.
Δώσμου όμως τώρα μια μπάλα μεγάλη και καλή,
για να μην αρρωστήσω πάλι απ’ την αρχή.
-         Θα το ήθελα πολύ, πολυαγαπημένη μου Κοκική, αλλά δυστυχώς μου συνέβη μια καταστροφή!
-         Ποια τρομερή καταστροφή τόλμησε να συμβεί σε σένα, Τζίμυ Τζιμ;
-         Λίγο μετά το μεσημέρι άκουσα έναν περίεργο θόρυβο στον ουρανό.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τι να δω;
Ένα ολόκληρο σύννεφο από περιστέρια
πετούσε πάνω από τα παρτέρια.
Και πριν προλάβω να πω ‘φράουλα ή σοκολάτα;’
τα περιστέρια όρμηξαν στο παγωτό και δεν άφησαν ούτε μπάλα.
Κατάλαβες μικρή μου Κοκική;
«Κατάλαβα βρε Τζιμ» απάντησε παγωμένα η Κοκική και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Την επόμενη μέρα, η Κοκική ξεκίνησε και πάλι για το παγωτατζίδικο του Τζιμ. Στο δρόμο της συνάντησε έναν οδηγό της φόρμουλα ένα που έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να ζεσταθεί και τη θεία της την Ρομπέρτα που επέστρεφε από την αγορά με μια τριπλή κουβέρτα. Η Κοκική όμως δεν είχε μάτια παρά για τον Τζιμ τον παγωτατζή. Κι εκείνος, μόλις την είδε, κούνησε τα χείλη του για να ξεπαγώσουν και της είπε «Δεν θα το πιστέψεις Κοκική. Ήρθε πριν λίγο η πυροσβεστική και μου ζήτησε όλα τα παγωτά για να γεμίσει τη δεξαμενή. Έπρεπε να σβήσει μια φωτιά πεισματάρικη πολύ.» Η Κοκική τον κοίταξε κοκαλωμένη, στενοχωρημένη αλλά και μπερδεμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο φίλος της ο Τζιμ της έλεγε την αλήθεια ή παραμύθια. Πήρε αμίλητη το δρόμο για το σπίτι.
Την επόμενη μέρα, η Κοκική πήρε το δρόμο για το παγωτατζίδικο πρωί πρωί. Και πάλι όμως τα κακά μαντάτα την είχαν προλάβει.
«Δεν θα το πιστέψεις Κοκική,
ποιος πέρασε από το παγωτατζίδικο σήμερα το πρωί.
Ήρθε ο λοχαγός Αυστήρ, με το μουστάκι το σαν σπαθί.
Κι αφού κατέβηκε από το μαύρο άλογό του, μου διάβασε με σοβαρή φωνή:

Άκου να δεις παγωτατζή, με απόφαση υπουργική,
το παγωτό τους μήνες αυτούς θα απαγορευτεί.
Μέσα στο κρύο και τη βροχή,
δεν έχει νόημα η δουλειά αυτή.
Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς
και το καλοκαίρι να μας ξαναρθείς.»
Η Κοκική δεν πίστευε στα αυτιά της. Τα αυτιά της όμως είχαν κοκαλώσει από το κρύο και της φώναζαν να πάει στο σπιτάκι της. Η Κοκική πήρε το δρόμο της επιστροφής στενοχωρημένη και μπερδεμένη. Για ποιο λόγο της έλεγε ψέματα ο πιστός της φίλος Τζιμ;
Κι όπως περπατούσε, με τις σκέψεις και τις κοτσίδες να μπαίνουν μες στα μάτια της, τράκαρε πάνω σε μια κολόνα. Για καλή της τύχη, δεν ήταν όποια κι όποια κολόνα, αλλά η κολόνα ενός πολύ σοφού πουλιού. Το σοφό πουλί ήξερε καλά τι ήταν αυτό που βασάνιζε την Κοκική. Άνοιξε το στόμα του και φύσηξε μια μόνο λέξη που ζωγραφίστηκε στον παγωμένο αέρα. Βλέποντας την λέξη αυτή, η Κοκική τα κατάλαβε όλα.
Κατάλαβε ότι ο Τζιμ της έλεγε όλες αυτές τις φανταστικές ιστορίες επειδή δεν ήθελε να τη στενοχωρήσει και επειδή δεν του πήγαινε η καρδιά να της αρνηθεί το αγαπημένο της παγωτό. Τότε και η Κοκική το πήρε πια απόφαση να μην αναγκάζει το φίλο της να την παραμυθιάζει και να περιμένει μέχρι το καλοκαίρι για να του ξαναζητήσει παγωτό. Υπήρχαν άλλωστε ένα σωρό άλλα πράγματα που της άρεσαν: το γιαούρτι φράουλα και η φραουλάδα, η φραουλόσουπα και η μαρμελάδα, η φραουλόπιτα και το φραουλοκέικ, το γάλα με φράουλα και το φραουλοσέικ... 




Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η Κοκική κατάφερε να περιμένει 137 ολόκληρες μέρες. Κι όταν είδε ότι τα δέντρα είχαν πια γεμίσει με πράσινα φύλλα, η Κοκική κατάλαβε ότι είχε φτάσει η στιγμή. Έβαλε τα δύο ευρώ στο πορτοφόλι της, φόρεσε το αγαπημένο της κοκαλάκι στα μαλλιά της και ξεκίνησε για το παγωτατζίδικο. Ο Τζιμ την περίμενε με πέντε ολοκαίνουριες γεύσεις που είχε σκαρφιστεί μόνο για αυτήν: παγωτό από χρυσόσκονη, παγωτό από βιολέτα, γρανίτα από γάργαρο ρυάκι και από ανοιξιάτικο λιβάδι και ένα ακαταμάχητο παγωτό από φράουλες σε σχήμα καρδιάς. Ο Τζιμ γέμισε ένα μεγάλο χωνάκι για την Κοκική και εκείνη κάθισε στο παγκάκι δίπλα του για να το απολαύσει. Της φάνηκε ότι η καρδιά της χοροπηδούσε, σαν να την τραβούσε ψηλά ένα ζωηρό μπλε μπαλόνι. Τα χέρια της έτρεμαν και τα μάγουλά της αναβόσβηναν από χαρά. Έτσι ακριβώς αισθάνθηκε η Κοκική και το επόμενο απόγευμα, και το απόγευμα μετά από αυτό, πάντα στις 6 το απόγευμα ακριβώς.
Κι ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι έγινε ένα τεράστιο παγωτό που έλιωνε σιγά σιγά.
Και τα χέρια της Κοκικής κολλούσαν από χαρά.
Εάν θα θέλατε να τυπώσετε την ιστορία της Κοκικής,  εδώ μπορείτε να κατεβάσετε το αρχείο PDF.  

Η Κοκική είναι ένα "παραμύθι τοίχου" που σκαρφιστήκαμε με τον Οδυσσέα, χαζεύοντας τα αυτοκόλλητα στον τοίχο δίπλα από το κρεβάτι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου