Τα φιλάκια στα βαζάκια





Τα μικρά σου τα φιλάκια
θα τα κλείσω σε βαζάκια.
Κι όταν πια θα μεγαλώσεις,
θα 'χω φυλαγμένες δόσεις.

Ο Κλέφτης της Παιδικής Χαράς

Όταν τα παιδιά κατάλαβαν ότι ένας κλέφτης τρύπωνε μέσα στην παιδική χαρά στα κρυφά, θύμωσαν πολύ.

Ο κλέφτης έκλεβε το τραμπάλισμα από τις τραμπάλες και οι τραμπάλες δεν τραμπαλίζονταν πια.
Ο κλέφτης έκλεβε το τσουλήθρισμα από τις τσουλήθρες και οι τσουλήθρες δεν τσουλήθριζαν τα παιδιά.
Ο κλέφτης έκλεβε το στριφογύρισμα από το γύρω-γύρω-όλοι και το γύρω-γύρω-όλοι δεν στριφογύριζε πια.

Τραμπάλα χωρίς τραμπάλισμα. Ούτε οι δύο πιο δυνατοί μπαμπάδες του κόσμου μαζί δεν μπορούν να την τραμπαλίσουν.

Η Ιωάννα ήταν πολύ νευριασμένη και προειδοποιούσε ότι αν έβλεπε τον κλέφτη, θα τον ξεκούφαινε με τις τσιρίδες της που ήταν πιο δυνατές κι από συναγερμό.
Ο Μάξιμος ήταν πολύ θυμωμένος με τον κλέφτη και φώναζε ότι αν τον έπιανε στα χέρια του, θα τον έκανε σκόνη και θα τον φτυάριζε στο κουβαδάκι του.
Ο Βασιλάκης ήταν πολύ στενοχωρημένος και κλαψούριζε ότι αν συναντούσε τον κλέφτη, θα τον έπνιγε μέσα σε μια λίμνη από τα δάκρυά του.
Ο Θαλής ήταν μόνο λιγάκι σκεπτικός. Ήξερε ότι κάθε πρόβλημα έχει μία λύση και προσπαθούσε να σκεφτεί τη λύση αυτού του προβλήματος.



Παραμύθια Όνειρα Καληνύχτα



Από τη Σίσσυ Καραβία 

Ι. Ιστορία χωρίς κακούς

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι. Στο κοριτσάκι άρεσαν τα παραμύθια. Κάθε βράδυ λοιπόν, ο μπαμπάς του το έβαζε στο κρεβάτι, το σκέπαζε καλά και πριν του δώσει ένα φιλάκι για καληνύχτα, του έλεγε κι από ένα. Εκείνο το βράδυ, ο μπαμπάς ξεκίνησε το παραμύθι του όπως κάθε φορά.
«Ζούσε κάποτε σ’ ένα παλάτι μια μικρή πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα ήταν ένα χαρούμενο κοριτσάκι και το μόνο που χαλούσε τη χαρά του ήταν η κακιά μάγισσα, που έμενε σ’ έναν απομονωμένο πύργο μέσα στο παλάτι».
-«Μπαμπά, όχι, δεν θέλω να υπάρχει κακιά μάγισσα στο παραμύθι», διαμαρτυρήθηκε το κοριτσάκι.
-«Δε θέλεις; Καλά, λοιπόν, πάμε πάλι. Ζούσε κάποτε σ’ ένα παλάτι μια μικρή πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα ήταν ένα χαρούμενο κοριτσάκι, που όλη μέρα έπαιζε και τραγουδούσε ευτυχισμένο. Ξαφνικά μια μέρα, άκουσε τους μεγάλους να συζητούν για έναν τεράαααστιο δράκο, που είχε εμφανιστεί το προηγούμενο βράδυ στο βασίλειό τους. Το κοριτσάκι…»
-«Μπαμπά, όχι, όχι δράκος στο παραμύθι, δεν θέλω δράκο».
-«Δεν θέλεις δράκο; Μα… Καλά. Για να δούμε τι θα γίνει. Mια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ζούσε μια χαρούμενη μικρή πριγκίπισσα, που δεν είχε ούτε μια στενοχώρια, ούτε ένα τόσο δα παράπονο, ούτε μια μικρούλα απογοήτευση».   –«Και τι έκανε η πριγκίπισσα, μπαμπά;»
 -«Έπαιζε, η Ελενίτσα -Ελένη την έλεγαν την πριγκίπισσα- έπαιζε και τραγουδούσε και ζωγράφιζε και έτρωγε σταφύλια γλυκά και γλειφιτζούρια χρωματιστά και καραμέλες με μέντα και μπανάνες με σοκολάτα».
–«Και μετά, μπαμπά;»
-«Μετά πήγαινε στο κρεβάτι της, κοιμόταν και έβλεπε τα πιο ωραία όνειρα του κόσμου».
-«Αυτό μόνο;»
-«Χμ. Καμιά φορά έβλεπε και εφιάλτες, που την τρόμαζαν πολύ, γιατί δεν άντεχε να συμβαίνει τίποτε κακό στη ζωή της».
-«Και τι έβλεπε δηλαδή;»
-«Έβλεπε δράκους τεράστιους και μάγισσες κακές και μερικές φορές έβλεπε κι άλλα, πολλά και φοβερά, που την έκαναν να ιδρώνει στον ύπνο της και να βγάζει μικρές φωνούλες, σα γατάκι που έχει πέσει από το καλάθι του και ψάχνει φοβισμένο τη μαμά του. Φοβόταν η Ελενίτσα στον ύπνο της, όμως είχε καταλάβει πώς, όταν κοιμόταν, δε μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να αντιμετωπίζει με θάρρος, με υπνοθάρρος, όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά που έβλεπε μπροστά της.
Έπαιρνε, λοιπόν, μια βαθιά ονειροανάσα, κοίταζε στα μάτια τη μάγισσα και το δράκο και όποιον άλλο προσπαθούσε να την τρομάξει και άφηνε το όνειρο να την πάει εκεί που αυτό ήθελε και εκεί που μόνο εκείνο μπορούσε. Και κάπου, βαθιά βαθιά μέσα της, ήξερε πως όλα αυτά ήταν απλώς ένα όνειρο, μια ιστορία, που μπορούσε να την κάνει να ταξιδέψει με το μυαλό της και να ζήσει πράγματα σπουδαία και μοναδικά, ίσως τρομακτικά, ίσως και λίγο αστεία, αλλά σίγουρα πράγματα που μόνο μια πριγκίπισσα μπορούσε να ζήσει, μια πριγκίπισσα με μεγάλη φαντασία, εξυπνάδα και όρεξη για περιπέτεια. Κι έτσι, όταν ξυπνούσε, είχε πάντα κάτι συναρπαστικό να σκεφτεί και πάντα ένα λόγο να νιώθει γενναία και περήφανη για τον εαυτό της.
Λοιπόν, μικρή μου, το παραμύθι τέλος, ώρα να κοιμηθείς κι εσύ».
-«Καληνύχτα μπαμπά».
-«Καληνύχτα, πριγκίπισσα».

Η ανυπόμονη πορτοκαλιά


Με το που ξεμούδιασε από το χιονιά
η ανυπόμονή μου η πορτοκαλιά
χίλια μάτια πέταξε λευκά
βιαστικά να δουν μικρά.
Οι μέλισσες το μυρίστηκαν
πως γρήγορα θ’ ανθίσουν
και ζουζουνίζοντας χαρά
τρελά τα τριγυρίζουν.

Η κυρά-Σαρακοστή

Απ’ το φούρνο της κουζίνας,
μια Δευτέρα Καθαρή,
ξεπετάχτηκε αφράτη
η κυρά-Σαρακοστή.

Από ζυμάρι είναι φτιαγμένη*
αλλά δεν έχει στόμα,
γιατί νηστεύει.

Τα χέρια της κρατάει σταυρωμένα
και προσέχευται διαρκώς,
μα όχι παραπονεμένα.

Πάνω στα πόδια της πατάει
τα επτά
και την Πασχαλιά της περιμένει
καρτερικά.
Εγώ ένα πόδι τη βδομάδα θα της κόβω
κι αυτή θα με μαλώνει που απ’ όλα τρώω.


Η κυρά-Σαρακοστή μπορεί να είναι μία παλιά παράδοση αλλά εγώ την ανακάλυψα κυριολεκτικά προχθές. Τη βρίσκω γοητευτική ως χαρακτήρα, ειδικά αν την βάλω να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τα παιδιά μου. Τι θα είχαν να πουν μεταξύ τους; Και πώς εμπνέεις σε ένα τετράχρονο το ιδανικό της υπομονής όταν και η ίδια αισθάνεσαι σαν τετράχρονο ως προς την υπομονή σου; 
*Η κυρά-Σαρακοστή είναι φτιαγμένη από μισό κιλό αλεύρι, ένα κουτάλι αλάτι και περίπου μισό φλιτζάνι νερό. Την απλώνουμε με πλάστη, της δίνουμε σχήμα με το μαχαίρι και την ψήνουμε στο φούρνο.

Το παιδί που φύτευε

Το Παιδί που Φύτευε είναι αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που με τη δύναμη της τσουγκράνας τους, συμμετέχουν στις αστικές δενδροφυτεύσεις.  


Ήταν κάποτε ένα παιδί όπως όλα.
Μια μέρα όμως, πλησίασε στο παράθυρο του δωματίου του και ένοιωσε το αεράκι να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί.
Αμέσως, το παιδί σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για το βουνό.
Όταν έφτασε εκεί, άνοιξε τα μάτια του διάπλατα για να δει το δάσος. Δεν είδε όμως ούτε ένα δέντρο.
Το παιδί έκανε απόλυτη ησυχία, μήπως και ακούσει κάποιο πουλί. Δεν άκουσε όμως παρά τα μαύρα κουκουνάρια να τρίζουν πάνω στα νεκρά κλαδιά.
Το παιδί κατέβασε το κεφάλι και γύρισε στο σπίτι του.

Την επόμενη μέρα, έβαλε στην τσέπη την τσουγκράνα του. Πήρε στην αγκαλιά του ένα βλαστάρι δένδρου και πήγε πάλι στο δάσος.



Έσκαψε το χώμα με την τσουγκράνα του και απομάκρυνε μία-μία τις πέτρες. Με τα μικρά του χέρια, σκάλισε απαλά μια φωλιά.
Του φώναξαν ότι δεν θα τα καταφέρει ποτέ. Αλλά το παιδί δεν τους άκουσε. Είχε την προσοχή του αλλού.

Γονάτισε και ακούμπησε το βλαστάρι κάτω προσεκτικά. Το σκέπασε με μια κουβέρτα από χώμα, έδιωξε τα ζιζάνια από το κρεβάτι του και στόλισε την αυλή του με πέτρες.

Έσκυψε και του ψιθύρισε δυο λόγια που τα άκουσε μόνο εκείνο.
Ύστερα, ήρθε η βροχή και το παιδί έπρεπε να φύγει.



Την άνοιξη, το παιδί ξαναγύρισε και απομάκρυνε τα αγριόχορτα από το δέντρο.
Το καλοκαίρι, το παιδί ήρθε πάλι. Δρόσισε το δέντρο με νερό και το παρακάλεσε να κάνει υπομονή με τον ήλιο.




Τον επόμενο χειμώνα, το δέντρο είχε τόσο μεγαλώσει που το παιδί δυσκολεύτηκε να το γνωρίσει. Όταν όμως ο αέρας κούνησε τα κλαδιά του δέντρου, το παιδί αισθάνθηκε την αναπνοή του.
Το παιδί και το δέντρο ψήλωναν χρόνο με το χρόνο.


Το δέντρο έγινε κάποτε πιο μεγάλο από το παιδί. Δεν φοβόταν πια τον ήλιο, ούτε τα αγριόχορτα.  


Το παιδί συνέχιζε όμως να το νοιάζεται.
Μέχρι που το παιδί μεγάλωσε περισσότερο από το δέντρο και έκανε μια σκέψη που το στενοχώρησε: θα έφτανε μια μέρα που δεν θα είχε πια δυνάμεις να το φροντίζει.
Έτσι και έγινε.
Το δέντρο όμως, δεν αισθάνθηκε μοναξιά. Όλα αυτά τα χρόνια, είχε κρατήσει τα λόγια του παιδιού μέσα του. Κι όταν κατάλαβε ότι το παιδί δεν θα ερχόταν ξανά, άφησε το αεράκι να του τα πάρει. Οι σπόροι τους ταξίδεψαν μακριά, μέχρι να συναντήσουν άλλα παιδιά.    
Τα παιδιά που θα φύτευαν.


Κατεβάστε και τυπώστε το Παιδί που Φύτευε εδώ






Ποιος αγαπά πιο πολύ, το παγωτό από την Κοκική;

Υπήρχε κάποτε ένα κορίτσι με κόκκινες φακίδες και κόκκινες φουντωτές κοτσίδες. Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνιζαν όποτε μυριζόταν παγωτό φράουλα και το πρόσωπό της γινόταν κατακόκκινο αν δεν την άφηναν να το φάει. Το κορίτσι αυτό το έλεγαν Κοκική.
Κάθε απόγευμα στις 6.00 ακριβώς, η Κοκική έβαζε δύο ευρώ στο μικρό της κόκκινο πορτοφόλι και πήγαινε στο παγωτατζίδικο του Τζιμ. Ο Τζιμ, που είχε μαλλιά από γρανίτα μπλε κουρακάο και καπέλο από χωνάκι παγωτού, ήταν ο αγαπημένος της φίλος.
Η Κοκική του έδινε τα δύο ευρώ και εκείνος της γέμιζε ένα μεγάλο χωνάκι με παγωτό φράουλα. Το άρωμά του έκανε τις σειρήνες της πυροσβεστικής να σφυρίζουν και τα φανάρια στο δρόμο να αναβοσβήνουν σαν τρελά.
Μια μέρα όμως, τα φύλλα των δέντρων έγιναν κίτρινα σα γρανίτα από λεμόνι και τα χείλη της Κοκικής μπλε σαν βατόμουρο όταν ακούμπησαν το παγωτό. Το ίδιο βράδυ, η Κοκική έτρεμε κάτω από την κόκκινη κουβέρτα στο μικρό της κρεβάτι και η μαμά της αναγκάστηκε να φέρει το γιατρό για να της διώξει τον πυρετό. Η Κοκική έμεινε στο κρεβάτι για πολλές μέρες και αυτό που την αρρώσταινε περισσότερο ήταν ότι η μαμά της τής απαγόρευσε να ξαναφάει παγωτό μέσα στο χειμώνα.
Την ημέρα όμως που η Κοκική έγινε και πάλι καλά, τυλίχτηκε μέσα στο κόκκινο κασκόλ της και έβγαλε τη μύτη του κόκκινου παπουτσιού της έξω από την πόρτα στα κρυφά. Αμέσως την παρέσυρε ένας δυνατός αέρας που έτρεχε πιο ανυπόμονα κι από το σκύλο του γείτονά της του Γρηγόρη. Η Κοκική τέντωσε τα χέρια της αποφασισμένη να πετάξει μέχρι το παγωτατζίδικο. Εκεί, βρήκε τον Τζιμ με τις βλεφαρίδες του παγωμένες. Τις ανοιγόκλεισε όμως με τόση χαρά όταν είδε την Κοκική, που ο πάγος θρυμματίστηκε.
-         Γεια σου Κοκική μου, Κοκικάκι. Έμαθα πως έγινες παγάκι.
-         Κι αυτό είναι αλήθεια Τζίμυ Τζιμ.
Άσε που χωρίς το αγαπημένο μου το παγωτό
λίγο έλειψε κι εγώ να τρελαθώ.
Δώσμου όμως τώρα μια μπάλα μεγάλη και καλή,
για να μην αρρωστήσω πάλι απ’ την αρχή.
-         Θα το ήθελα πολύ, πολυαγαπημένη μου Κοκική, αλλά δυστυχώς μου συνέβη μια καταστροφή!
-         Ποια τρομερή καταστροφή τόλμησε να συμβεί σε σένα, Τζίμυ Τζιμ;
-         Λίγο μετά το μεσημέρι άκουσα έναν περίεργο θόρυβο στον ουρανό.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τι να δω;
Ένα ολόκληρο σύννεφο από περιστέρια
πετούσε πάνω από τα παρτέρια.
Και πριν προλάβω να πω ‘φράουλα ή σοκολάτα;’
τα περιστέρια όρμηξαν στο παγωτό και δεν άφησαν ούτε μπάλα.
Κατάλαβες μικρή μου Κοκική;
«Κατάλαβα βρε Τζιμ» απάντησε παγωμένα η Κοκική και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Την επόμενη μέρα, η Κοκική ξεκίνησε και πάλι για το παγωτατζίδικο του Τζιμ. Στο δρόμο της συνάντησε έναν οδηγό της φόρμουλα ένα που έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να ζεσταθεί και τη θεία της την Ρομπέρτα που επέστρεφε από την αγορά με μια τριπλή κουβέρτα. Η Κοκική όμως δεν είχε μάτια παρά για τον Τζιμ τον παγωτατζή. Κι εκείνος, μόλις την είδε, κούνησε τα χείλη του για να ξεπαγώσουν και της είπε «Δεν θα το πιστέψεις Κοκική. Ήρθε πριν λίγο η πυροσβεστική και μου ζήτησε όλα τα παγωτά για να γεμίσει τη δεξαμενή. Έπρεπε να σβήσει μια φωτιά πεισματάρικη πολύ.» Η Κοκική τον κοίταξε κοκαλωμένη, στενοχωρημένη αλλά και μπερδεμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο φίλος της ο Τζιμ της έλεγε την αλήθεια ή παραμύθια. Πήρε αμίλητη το δρόμο για το σπίτι.
Την επόμενη μέρα, η Κοκική πήρε το δρόμο για το παγωτατζίδικο πρωί πρωί. Και πάλι όμως τα κακά μαντάτα την είχαν προλάβει.
«Δεν θα το πιστέψεις Κοκική,
ποιος πέρασε από το παγωτατζίδικο σήμερα το πρωί.
Ήρθε ο λοχαγός Αυστήρ, με το μουστάκι το σαν σπαθί.
Κι αφού κατέβηκε από το μαύρο άλογό του, μου διάβασε με σοβαρή φωνή:

Άκου να δεις παγωτατζή, με απόφαση υπουργική,
το παγωτό τους μήνες αυτούς θα απαγορευτεί.
Μέσα στο κρύο και τη βροχή,
δεν έχει νόημα η δουλειά αυτή.
Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς
και το καλοκαίρι να μας ξαναρθείς.»
Η Κοκική δεν πίστευε στα αυτιά της. Τα αυτιά της όμως είχαν κοκαλώσει από το κρύο και της φώναζαν να πάει στο σπιτάκι της. Η Κοκική πήρε το δρόμο της επιστροφής στενοχωρημένη και μπερδεμένη. Για ποιο λόγο της έλεγε ψέματα ο πιστός της φίλος Τζιμ;
Κι όπως περπατούσε, με τις σκέψεις και τις κοτσίδες να μπαίνουν μες στα μάτια της, τράκαρε πάνω σε μια κολόνα. Για καλή της τύχη, δεν ήταν όποια κι όποια κολόνα, αλλά η κολόνα ενός πολύ σοφού πουλιού. Το σοφό πουλί ήξερε καλά τι ήταν αυτό που βασάνιζε την Κοκική. Άνοιξε το στόμα του και φύσηξε μια μόνο λέξη που ζωγραφίστηκε στον παγωμένο αέρα. Βλέποντας την λέξη αυτή, η Κοκική τα κατάλαβε όλα.
Κατάλαβε ότι ο Τζιμ της έλεγε όλες αυτές τις φανταστικές ιστορίες επειδή δεν ήθελε να τη στενοχωρήσει και επειδή δεν του πήγαινε η καρδιά να της αρνηθεί το αγαπημένο της παγωτό. Τότε και η Κοκική το πήρε πια απόφαση να μην αναγκάζει το φίλο της να την παραμυθιάζει και να περιμένει μέχρι το καλοκαίρι για να του ξαναζητήσει παγωτό. Υπήρχαν άλλωστε ένα σωρό άλλα πράγματα που της άρεσαν: το γιαούρτι φράουλα και η φραουλάδα, η φραουλόσουπα και η μαρμελάδα, η φραουλόπιτα και το φραουλοκέικ, το γάλα με φράουλα και το φραουλοσέικ... 




Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η Κοκική κατάφερε να περιμένει 137 ολόκληρες μέρες. Κι όταν είδε ότι τα δέντρα είχαν πια γεμίσει με πράσινα φύλλα, η Κοκική κατάλαβε ότι είχε φτάσει η στιγμή. Έβαλε τα δύο ευρώ στο πορτοφόλι της, φόρεσε το αγαπημένο της κοκαλάκι στα μαλλιά της και ξεκίνησε για το παγωτατζίδικο. Ο Τζιμ την περίμενε με πέντε ολοκαίνουριες γεύσεις που είχε σκαρφιστεί μόνο για αυτήν: παγωτό από χρυσόσκονη, παγωτό από βιολέτα, γρανίτα από γάργαρο ρυάκι και από ανοιξιάτικο λιβάδι και ένα ακαταμάχητο παγωτό από φράουλες σε σχήμα καρδιάς. Ο Τζιμ γέμισε ένα μεγάλο χωνάκι για την Κοκική και εκείνη κάθισε στο παγκάκι δίπλα του για να το απολαύσει. Της φάνηκε ότι η καρδιά της χοροπηδούσε, σαν να την τραβούσε ψηλά ένα ζωηρό μπλε μπαλόνι. Τα χέρια της έτρεμαν και τα μάγουλά της αναβόσβηναν από χαρά. Έτσι ακριβώς αισθάνθηκε η Κοκική και το επόμενο απόγευμα, και το απόγευμα μετά από αυτό, πάντα στις 6 το απόγευμα ακριβώς.
Κι ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι έγινε ένα τεράστιο παγωτό που έλιωνε σιγά σιγά.
Και τα χέρια της Κοκικής κολλούσαν από χαρά.
Εάν θα θέλατε να τυπώσετε την ιστορία της Κοκικής,  εδώ μπορείτε να κατεβάσετε το αρχείο PDF.  

Η Κοκική είναι ένα "παραμύθι τοίχου" που σκαρφιστήκαμε με τον Οδυσσέα, χαζεύοντας τα αυτοκόλλητα στον τοίχο δίπλα από το κρεβάτι του.

Γ: Το Κιχωτάκι κάτι μαγειρεύει


Το Κιχωτάκι παρατηρούσε πάντα προσεκτικά τη μαμά Πάντσα, καθώς αυτή μαγείρευε στην κουζίνα. Έτσι, ήξερε καλά σε ποιο ντουλάπι μπαίνουν οι κατσαρόλες και σε ποιο το τηγάνι, πού το λάδι, πού τα μακαρόνια και πού η ζάχαρη. Αν και της το ζητούσε πολλές φορές, η μαμά Πάντσα ποτέ δεν άφηνε το Κιχωτάκι να μαγειρέψει. Κι εκείνο έμενε με την όρεξη για τις κουτάλες και τις γαβάθες.

Ένα μεσημέρι  που η μαμά Πάντσα αποκοιμήθηκε κουρασμένη μπροστά στην τηλεόραση, το Κιχωτάκι βρήκε την ευκαιρία να εξερευνήσει τα μυστικά της κουζίνας, χωρίς «όχι» και «μη.» Τρύπωσε μέσα ξυπόλυτο, άρχισε να τεντώνεται στις μύτες των ποδιών του και να βγάζει ένα σωρό κουζινικά από ντουλάπια και συρτάρια.

Πρώτα, έβγαλε τη μεγάλη κατσαρόλα. Μετά, μια κουτάλα για να ανακατεύει. Στη συνέχεια, έριξε μέσα ρύζι, φακές, ένα ολόκληρο κρεμμύδι και πολλή πολλή ζάχαρη. Μετά, γύρισε το μάτι τις κουζίνας και θυμήθηκε ότι δεν είχε βάλει λάδι. Άνοιξε, λοιπόν, το ντουλάπι με το λάδι και άπλωσε το χέρι του για να βγάλει το γυάλινο μπουκάλι. Εκείνο, όμως,  γλιστερό όπως ήταν, του ξέφυγε από το χέρι και έπεσε στο πάτωμα.
Το Κιχωτάκι τρόμαξε από το θόρυβο του σπασμένου γυαλιού και πήγε να το βάλει στα πόδια. Τα πόδια του ήταν όμως ξυπόλυτα. Κι όπως πατούσε πάνω στο σπασμένο γυαλί, το χρυσαφένιο λάδι γέμισε κόκκινες πιτσιλιές. Για κάνα - δυο βήματα δηλαδή, μέχρι που το Κιχωτάκι πήρε μια μεγάλη γλίστρα και βρέθηκε να κολυμπάει ανάσκελα στο λάδι.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην κουζίνα η μαμά Πάντσα η οποία, για άλλη μια φορά, δυσκολευόταν να πιστέψει ότι το Κιχωτάκι ήταν ικανό για τέτοια κατορθώματα. «Τι έκανες εκεί παιδί μου;» πρόλαβε να του φωνάξει πριν της κοπεί η φωνή. Κι αμέσως το σήκωσε στην αγκαλιά της και έτρεξε να περιποιηθεί τις μικρές του πατούσες που έτσουζαν και πονούσαν.

Αυτό που έτσουζε όμως το Κιχωτάκι περισσότερο κι από τα ποδαράκια του, ήταν ότι η μαμά δεν δοκίμασε το φαγητό που της μαγείρεψε με τα χεράκια του.


Την επόμενη εβδομάδα, κάτι καινούριο και διαφορετικό...



Εάν θα θέλατε να τυπώσετε το «Κιχωτάκι κάτι μαγειρεύει», εδώ μπορείτε να κατεβάσετε το αρχείο PDF.  

B: Το Κιχωτάκι ξεσπαθώνει

Η βροχή εκείνου του απογεύματος δεν άφησε το Κιχωτάκι να πάει στο πάρκο. Όχι μόνο το κράτησε κλεισμένο μέσα, αλλά και του αποκάλυψε έναν μεγάλο κίνδυνο που παραμόνευε μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ο κίνδυνος αυτός, που το όνομά του ήταν Ακίνδυνος,  ξεπήδησε πλάι από τον καναπέ και αιφνιδίασε το Κιχωτάκι αρπάζοντάς του τον Βατραχομούρη μέσα από τα χέρια. Το Κιχωτάκι απάντησε με μια δυνατή τσιρίδα, αλλά η μαμά Πάντσα δεν πρέπει να την άκουσε γιατί δεν έτρεξε να το βοηθήσει.

Έτσι, το Κιχωτάκι αναγκάστηκε να πάρει στα χέρια το σπαθί του και, παρόλο που ήταν ξυπόλυτο και ντυμένο μόνο με την πάνα του, να ξεκινήσει μια γενναία μονομαχία με τον θρασύτατο αντίπαλό του. Εκείνος, που ήταν τουλάχιστον μιάμιση φορά το μπόι του και πολύ πιο έμπειρος στις μάχες, ήδη κουνούσε προκλητικά το σπαθί του.

Το Κιχωτάκι όρμηξε με το δικό του σπαθί, αλλά ο κίνδυνος που λεγόταν Ακίνδυνος ξεγλίστρησε και έτσι το χτύπημα αποτυπώθηκε στην οθόνη της τηλεόρασης. Ο Ακίνδυνος γέλασε περιπαιχτικά στο Κιχωτάκι και έκανε το γύρο του θριάμβου ή, αλλιώς, της τραπεζαρίας. Μετά, στήθηκε και τον περίμενε επιδεικτικά δίπλα από την κονσόλα. Το Κιχωτάκι προσπάθησε και πάλι να τον πετύχει, αλλά αυτή τη φορά το σπαθί του χτύπησε το τηλέφωνο και το έριξε, νεκρό, στο πάτωμα. Ο Ακίνδυνος πήδηξε πάνω στο τραπεζάκι και αλάλαζε ενθουσιασμένος.
Το Κιχωτάκι, ανυπόφορα θυμωμένο πλέον, προσπάθησε με όλη του την ανύπαρκτη μαεστρία να του φέρει το σπαθί στο κεφάλι. Γλίστρησε όμως στο παρκέ, χτύπησε το κεφάλι του στη γωνία του τραπεζιού και βρέθηκε ξαπλωμένο στο πάτωμα.
Μέχρι να έρθει από την κουζίνα της η μαμά Πάντσα, ένα κατακόκκινο καρούμπαλο είχε ήδη  ξεφυτρώσει στο μικρό του κεφάλι. Αντικρίζοντας το καρούμπαλο και το Κιχωτάκι ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ στο πάτωμα, η μαμά Πάντσα στράφηκε στον κίνδυνο που τον έλεγαν Ακίνδυνο και του φώναξε: «Τι είναι αυτά που έκανες στον αδερφό σου παλιόπαιδο; Εξαφανίσου μπροστά από τα μάτια μου αμέσως!»

Λίγα λεπτά μετά, ρουφώντας το γαλατάκι του στην αγκαλιά της μαμάς Πάντσα, το Κιχωτάκι χώνευε ένα μεγάλο μάθημα της ζωής: τη νίκη δεν τη δίνουν πάντα τα σπαθιά.
Και καταστρώνοντας σχέδια για την επόμενή τους μάχη, έριχνε λοξές ματιές στον Ακίνδυνο αδερφό του.
 
Την επόμενη εβδομάδα, " Το Κιχωτάκι κάτι μαγειρεύει"...



Εάν θα θέλατε να τυπώσετε το «Κιχωτάκι ξεσπαθώνει», εδώ μπορείτε να κατεβάσετε το αρχείο PDF.  






A: Το Κιχωτάκι και το άσπρο τέρας

Υπήρχε κάποτε ένα μικρό αγόρι που η ζωηράδα του ήταν πιο μεγάλη από το μπόι του. Το όνομά του ήταν Κιχωτάκι και η λαχτάρα για περιπέτεια κυλούσε μαζί με το γάλα στο μπιμπερό του.

Το Κιχωτάκι ξυπνούσε συνήθως νωρίτερα από τον ήλιο. Σκαρφάλωνε τα ψηλά κάγκελα της κούνιας του και, κρατώντας τον αγαπημένο του Βατραχομούρη με το στόμα, πηδούσε στο πάτωμα. Με το που ακουγόταν το «γδουπ,» πεταγόταν από το κρεβάτι της η μαμά Πάντσα και ξεκινούσε ένα κυνηγητό που συνεχιζόταν μέχρι τη δύση του ήλιου.

Κάθε μέρα που περνούσε, το Κιχωτάκι ανακάλυπτε κι από ένα κομματάκι του τεράστιου κόσμου.
Εκείνο το πρωινό, το Κιχωτάκι έπινε το γάλα του κάνοντας μια βόλτα στο σπίτι. Περνώντας έξω από το μπάνιο, άκουσε έναν περίεργο, δυνατό θόρυβο. Έφερε το μπιμπερό στο στόμα με το ένα χέρι, έσπρωξε την πόρτα με το άλλο και βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα απίστευτο θέαμα.
Το λευκό τέρας που συνήθως κοιμόταν σιωπηλό στη γωνιά του μπάνιου, σήμερα βρυχιόταν με μανία και προσπαθούσε να καταβροχθίσει τα ρούχα της μαμάς και του μπαμπά.
Το Κιχωτάκι ξαφνιάστηκε.

Μετά, είδε ότι μέσα στο αφρισμένο στόμα του τέρατος ήταν και οι αγαπημένες του κάλτσες με τα κουνελάκια και, αμέσως, του κήρυξε επίθεση. Το Κιχωτάκι χτυπούσε το τέρας με το μπιμπερό του, αλλά εκείνο δεν υπέκυπτε. Τα θυμωμένα του «ντα, ντα» δεν είχαν αποτέλεσμα άλλο από φαγούρα στις παλάμες του.

Οργισμένο, το Κιχωτάκι σήκωσε το μικρό του κεφάλι ψηλά και αντίκρισε το τέρας κατάματα. Άφησε το μπιμπερό στο πάτωμα, κατάπιε το φόβο του και τέντωσε το χέρι ψηλά.
Χρειάστηκε να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του, αλλά τελικά έφτασε μέχρι το μάτι του τέρατος και άρχισε να το στρίβει δεξιά και αριστερά με μανία. Το τέρας, σαστισμένο, άρχισε να βγάζει περίεργους και μπερδεμένους θορύβους. Το ένα λεπτό, μούγκριζε με όλη του τη δύναμη. Το επόμενο ρουφούσε αχόρταγα νερό και το άλλο σιγούσε ολοκληρωτικά.
Το Κιχωτάκι κατάλαβε ότι βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Πάτησε όλα τα κουμπιά του τέρατος με τη μία και τράβηξε το γυάλινο πορτάκι του στόματός του με δύναμη. Το τέρας ξεψύχησε μονομιάς και ένα ποτάμι από αφρισμένα νερά κύλησε στο πάτωμα.
Πριν όμως το Κιχωτάκι προλάβει να πάρει στην αγκαλιά του τα κουνελάκια του, ένιωσε τα χέρια της μαμάς Πάντσα να το σηκώνουν ψηλά και να το απλώνουν σαν μπουγάδα: «Τι είναι αυτά Κιχωτάκι; Τι έκανες στο πλυντήριο; Ποιος θα καθαρίσει τώρα όλα αυτά τα νερά; Αμέσως, τιμωρία στο δωμάτιό σου!»
Έτσι τέλειωσε αυτή η περιπέτεια του μικρού Κιχώτη που ένιωθε πολύ θυμωμένος. Όχι μόνο επειδή δεν κατάφερε να σώσει τα κουνελάκια του, αλλά και επειδή η μαμά δεν καταλάβαινε ότι το πλυντήριο ήταν στ’ αλήθεια ένα τέρας.


Την επόμενη εβδομάδα, το Κιχωτάκι "ξεσπαθώνει"...







Εάν θα θέλατε να τυπώσετε το «Κιχωτάκι και το άσπρο τέρας», εδώ μπορείτε να κατεβάσετε το αρχείο PDF.