A: Το Κιχωτάκι και το άσπρο τέρας

Υπήρχε κάποτε ένα μικρό αγόρι που η ζωηράδα του ήταν πιο μεγάλη από το μπόι του. Το όνομά του ήταν Κιχωτάκι και η λαχτάρα για περιπέτεια κυλούσε μαζί με το γάλα στο μπιμπερό του.

Το Κιχωτάκι ξυπνούσε συνήθως νωρίτερα από τον ήλιο. Σκαρφάλωνε τα ψηλά κάγκελα της κούνιας του και, κρατώντας τον αγαπημένο του Βατραχομούρη με το στόμα, πηδούσε στο πάτωμα. Με το που ακουγόταν το «γδουπ,» πεταγόταν από το κρεβάτι της η μαμά Πάντσα και ξεκινούσε ένα κυνηγητό που συνεχιζόταν μέχρι τη δύση του ήλιου.

Κάθε μέρα που περνούσε, το Κιχωτάκι ανακάλυπτε κι από ένα κομματάκι του τεράστιου κόσμου.
Εκείνο το πρωινό, το Κιχωτάκι έπινε το γάλα του κάνοντας μια βόλτα στο σπίτι. Περνώντας έξω από το μπάνιο, άκουσε έναν περίεργο, δυνατό θόρυβο. Έφερε το μπιμπερό στο στόμα με το ένα χέρι, έσπρωξε την πόρτα με το άλλο και βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα απίστευτο θέαμα.
Το λευκό τέρας που συνήθως κοιμόταν σιωπηλό στη γωνιά του μπάνιου, σήμερα βρυχιόταν με μανία και προσπαθούσε να καταβροχθίσει τα ρούχα της μαμάς και του μπαμπά.
Το Κιχωτάκι ξαφνιάστηκε.

Μετά, είδε ότι μέσα στο αφρισμένο στόμα του τέρατος ήταν και οι αγαπημένες του κάλτσες με τα κουνελάκια και, αμέσως, του κήρυξε επίθεση. Το Κιχωτάκι χτυπούσε το τέρας με το μπιμπερό του, αλλά εκείνο δεν υπέκυπτε. Τα θυμωμένα του «ντα, ντα» δεν είχαν αποτέλεσμα άλλο από φαγούρα στις παλάμες του.

Οργισμένο, το Κιχωτάκι σήκωσε το μικρό του κεφάλι ψηλά και αντίκρισε το τέρας κατάματα. Άφησε το μπιμπερό στο πάτωμα, κατάπιε το φόβο του και τέντωσε το χέρι ψηλά.
Χρειάστηκε να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του, αλλά τελικά έφτασε μέχρι το μάτι του τέρατος και άρχισε να το στρίβει δεξιά και αριστερά με μανία. Το τέρας, σαστισμένο, άρχισε να βγάζει περίεργους και μπερδεμένους θορύβους. Το ένα λεπτό, μούγκριζε με όλη του τη δύναμη. Το επόμενο ρουφούσε αχόρταγα νερό και το άλλο σιγούσε ολοκληρωτικά.
Το Κιχωτάκι κατάλαβε ότι βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Πάτησε όλα τα κουμπιά του τέρατος με τη μία και τράβηξε το γυάλινο πορτάκι του στόματός του με δύναμη. Το τέρας ξεψύχησε μονομιάς και ένα ποτάμι από αφρισμένα νερά κύλησε στο πάτωμα.
Πριν όμως το Κιχωτάκι προλάβει να πάρει στην αγκαλιά του τα κουνελάκια του, ένιωσε τα χέρια της μαμάς Πάντσα να το σηκώνουν ψηλά και να το απλώνουν σαν μπουγάδα: «Τι είναι αυτά Κιχωτάκι; Τι έκανες στο πλυντήριο; Ποιος θα καθαρίσει τώρα όλα αυτά τα νερά; Αμέσως, τιμωρία στο δωμάτιό σου!»
Έτσι τέλειωσε αυτή η περιπέτεια του μικρού Κιχώτη που ένιωθε πολύ θυμωμένος. Όχι μόνο επειδή δεν κατάφερε να σώσει τα κουνελάκια του, αλλά και επειδή η μαμά δεν καταλάβαινε ότι το πλυντήριο ήταν στ’ αλήθεια ένα τέρας.


Την επόμενη εβδομάδα, το Κιχωτάκι "ξεσπαθώνει"...







Εάν θα θέλατε να τυπώσετε το «Κιχωτάκι και το άσπρο τέρας», εδώ μπορείτε να κατεβάσετε το αρχείο PDF.