Η πριγκίπισσα Ροσαμπέλα και το μαύρο της μυστικό








Η πριγκίπισσα Ροσαμπέλα θα μπορούσε να είναι η πιο όμορφη και αγαπητή πριγκίπισσα στον κόσμο. Δεν είχε μόνο αστραφτερό χαμόγελο, χρυσαφένιες μπούκλες και την πιο χαριτωμένη μυτούλα: είχε επίσης ροζ ομπρέλα, ροζ κουνουπιέρα, ροζ μπανιέρα και έπινε κάθε απόγευμα ένα ποτήρι ροζ λεμονάδα.



Η πριγκίπισσα Ροσαμπέλα είχε όμως και ένα σκοτεινό μυστικό. Ενώ τα πάντα μέσα στο βασίλειό της είχαν το σωστό χρώμα, υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε με τίποτα να το κάνει ροζ.
Κι αυτό το κάτι ήταν η κατάμαυρη σκιά της.

Μερικές φορές, όταν έπαιζε για παράδειγμα με τις άλλες πριγκίπισσες στον κήπο, η σκιά της δεν ήταν και τόσο τρομερή. Έμοιαζε περισσότερο με ένα μικρό παραπονιάρικο γατί που έτρεχε πίσω από τη Ροσαμπέλα. Άλλες φορές όμως, ειδικά την ώρα που νύχτωνε, η σκιά γινόταν πιο μεγάλη κι από την ίδια την πριγκίπισσα: ένα κατάμαυρο, θυμωμένο τέρας που καβγάδιζε με όποιον έβρισκε μπροστά του.  

Όταν η Ροσαμπέλα έγινε 9 χρονών, δηλαδή ολόκληρο κορίτσι, αποφάσισε ότι έπρεπε να ξεφορτωθεί τη μαύρη της σκιά μια για πάντα. Από ένα βιβλίο που διάβαζε όταν ήταν μικρή, της μπήκε η ιδέα να ζητήσει τη βοήθεια μιας Καλής Νεράιδας. 

(Στο βασίλειο της Ροσαμπέλας, δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεις μια καλή νεράιδα, αρκεί να φροντίσεις να κλείσεις πρώτα ραντεβού).

Η Ροσαμπέλα, που δεν είχε κλείσει ραντεβού, βρήκε την Όχι-Και-Τόσο-Καλή Νεράιδα και την επισκέφτηκε στο μικρό της μαγαζάκι. Η Όχι-Και-Τόσο-Καλή Νεράιδα κοίταξε τη Ροσαμπέλα πολύ προσεκτικά -από το κοκαλάκι των μαλλιών, μέχρι το φιογκάκι των παπουτσιών- και την ξάπλωσε σε ένα μεγάλο κάθισμα. 

Μετά, πήρε μια πράσινη κρέμα που μύριζε βατραχίλα και την άπλωσε στο πρόσωπο της μικρής πριγκίπισσας. "Μπορεί να σε τσούξει λίγο..." είπε με την ξινή της φωνή "...αλλά, μπρος στη λάμψη, τι είναι λίγος πόνος. Αυτή η μαγική πομάδα θα διώξει για πάντα τη σκιά."

Αφού η Ροσαμπέλα επανέλαβε τις λέξεις "μαγική πομάδα" εννιά φορές, ήρθε επιτέλους η ώρα για να βγάλουν την κρέμα από το πρόσωπό της. 
Αλλά τότε, ωωω τι έκπληξη: το πρόσωπο της Ροσαμπέλας ήταν κατακόκκινο και η σκιά κουνούσε εκνευρισμένα την ουρά της. 
Όταν μάλιστα η Όχι-Και-Τόσο-Καλή Νεράιδα άρχισε να λέει στη Ροσαμπέλα ότι έπρεπε να έχει κάνει περισσότερη υπομονή, η σκιά απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο και άρχισε να κυνηγά τη Νεράιδα για να την καταπιεί. Η Ροσαμπέλα, νιώθοντας στενοχωρημένη και ντροπιασμένη, πήρε το ροζ της πορτοφολάκι και γύρισε στο παλάτι, ακολουθώντας την τρομερή σκιά της.

Την επόμενη μέρα, η πριγκίπισσα Ροσαμπέλα ξύπνησε με μια καινούρια ιδέα για το πώς θα μπορούσε να απαλλαγεί από την απαίσια σκιά. Δεν είχε παρά να βρει έναν γενναίο ιππότη, να τον κάνει να την ερωτευτεί και να την γλιτώσει από την μαύρη της μαυρίλα. Μετά, ίσως να τον παντρευόταν κιόλας. Ανέβηκε στο ροζ της τρίκυκλο και ξεκίνησε για την πλατεία, όπου μαζεύονταν κάθε απόγευμα διάφοροι ιππότες για να ξιφομαχήσουν. 

Η Ροσαμπέλα κοίταξε όλους τους ιππότες προσεκτικά και διάλεξε εκείνον με την πιο λαμπερή πανοπλία. Μετά, τον πλησίασε, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε σοβαρά: "Γενναίε ιππότη, αν σκοτώσεις την απαίσια σκιά μου, η καρδιά μου θα είναι δική σου για πάντα". Τα μάγουλα του ιππότη αναψοκοκκίνισαν γιατί η Ροσαμπέλα ήταν μια όμορφη πριγκίπισσα. Έβγαλε χωρίς δεύτερη σκέψη το σπαθί του και όρμηξε πάνω στη σκιά της Ροσαμπέλας για να την σκοτώσει. 

Ο ιππότης είχε πέσει με τα μούτρα πάνω στη σκιά κι όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά, μέχρι που πάτησε κατά λάθος το ροζ γοβάκι της πριγκίπισσας. Τότε, η σκιά έβγαλε ένα δυνατό μουγκρητό και βάλθηκε να κυνηγάει τον ιππότη μέχρι που εκείνος κρύφτηκε πίσω από τα πόδια της μαμάς του. Η Ροσαμπέλα, νιώθοντας για άλλη μια φορά ντροπιασμένη και στενοχωρημένη, ανέβηκε στο ροζ της τρίκυκλο και γύρισε πίσω στο παλάτι, τσαλαπατώντας την σκιά της στο δρόμο.

Εκείνο το βράδυ, από τη στενοχώρια της που έχασε τον μεγάλο της έρωτα εξαιτίας της σκιάς της, δεν της ερχόταν ύπνος. Με το πολύ στριφογύρισμα όμως, της ήρθε μια καινούρια ιδέα. Ο πράσινος δράκος, με την καυτή του αναπνοή και τη μεγάλη του κακία, ίσως θα μπορούσε να κάνει στάχτη την σκιά της. Ήταν βέβαια επικίνδυνος και τρομακτικός και η Ροσαμπέλα έφαγε τα νύχια από εννιά δάχτυλα μέχρι να το πάρει απόφαση, αλλά το επόμενο κιόλας πρωί πήρε το δρόμο για τη σπηλιά του χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν. Ούτε καν στο ροζ της κανίς.

Πριν ακόμα προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι της σπηλιάς, ο δράκος υποδέχθηκε τη Ροσαμπέλα με μια μπουνιά από φωτιά και ένα πολύ αγενές ρέψιμο. Η μικρή πριγκίπισσα ήταν όμως αποφασισμένη να μην τρομάξει. Στάθηκε απέναντι στον δράκο και τον κοίταξε ήρεμα στα μάτια, μέχρι που (1,2,3 δεν σε φοβάμαι, 1,2,3 δεν σε φοβάμαι...) ηρέμησε κι εκείνος.

Μέσα στη σιωπή, ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή του δράκου: "Δεν έχω συνηθίσει να μου συμπεριφέρονται έτσι. Συνήθως οι άνθρωποι με πολεμούν. Κι εγώ θυμώνω περισσότερο και τους τρώω".

"Εγώ δεν ήρθα για να σε πολεμήσω" του απάντησε η Ροσαμπέλα. "Ήθελα μόνο να σου ζητήσω μια χάρη. Μπορείς σε παρακαλώ να κάνεις στάχτη και να σβήσεις μια για πάντα την κατάμαυρη σκιά μου;" 

Ο δράκος, που δεν είχε κουβεντιάσει ποτέ του με κανέναν γιατί όλους τους σκότωνε, ένιωσε μπερδεμένος. Του άρεσε που επιτέλους συζητούσε αντί να μαλώνει. Δεν ήθελε να το ρίξει πάλι στα μουγκρητά και στις φωτιές. 

"Μικρή πριγκίπισσα, αντί να εξαφανίσω τη σκιά σου, εγώ προτιμώ να γίνω φίλος σου."

Η Ροσαμπέλα ξαφνιάστηκε κι εκείνη όσο και ο δράκος. Δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει αλλά το σίγουρο είναι ότι ένιωσε πολύ ωραία που ένας ολόκληρος τρομερός δράκος αποφάσισε να συμπεριφερθεί ωραία εξαιτίας της.

Μήπως τελικά δεν ήταν και τόσο τρομερή η σκιά της;
Μήπως το μόνο που χρειαζόταν ήταν να της φορέσει ένα λεπτό ροζ κολάρο για να μπορεί να την ελέγχει καλύτερα;
Μήπως περίσσευε τελικά χώρος και για μια μικρή σκιά στο απέραντο ροζ βασίλειό της;

Αφού σκέφτηκε καλά τις απαντήσεις σε αυτές τις τρεις (μαγικές;) ερωτήσεις, η Ροσαμπέλα έγινε στ' αλήθεια η πιο όμορφη και αγαπητή πριγκίπισσα σε όλο τον κόσμο. 

Υπήρξε βέβαια και μία φορά που η σκιά αντιμίλησε στη δασκάλα, κι άλλη μία που κλώτσησε έναν ζόρικο ιππότη. 

Και υπήρξαν και μερικές φορές ακόμη αλλά... ξέρετε εσείς κανέναν άνθρωπο που να μην τον ακολουθεί μια μαύρη σκιά;

Ένας δράκος στο φλιτζάνι


Ο θυμωμένος δράκος εμφανίστηκε στο σπίτι του Ευθύμη την ίδια μέρα που η μαμά έψησε το αγαπημένο του κέικ σοκολάτας. Για την ακρίβεια, εμφανίστηκε τη στιγμή που η μαμά φώναζε στον Ευθύμη «Δεν πρόκειται να φας δεύτερο κομμάτι κέικ, αν δεν τελειώσεις πρώτα το γάλα σου!» Και ο Ευθύμης, που το μόνο πράγμα στον κόσμο που τον ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν η επόμενη αφράτη φέτα του ζεστού σοκολατένιου κέικ, πάτησε μια τσιρίδα τόσο δυνατή που έκανε το φλιτζάνι με το γάλα του να ραγίσει. Αυτό που είναι όμως πιο περίεργο, είναι ότι μέσα από το λευκό, ραγισμένο φλιτζάνι ξεχύθηκε ένας, καταπράσινος από το θυμό του, δράκος. 

Πρώτα φάνηκε η αγκαθωτή ουρά του. Ο δράκος την τίναξε νευριασμένα και το φλιτζάνι άνοιξε στα δυο. Μετά, ο δράκος σηκώθηκε όρθιος επάνω στο τραπέζι και η μικρή λίμνη από το γάλα πιτσίλισε τον τοίχο. Η μαμά κοίταξε τον δράκο ενοχλημένη και ο δράκος κοίταξε τη μαμά με μάτια κίτρινα από το θυμό. Ο δράκος πέταξε το πιάτο του Ευθύμη στο πάτωμα και γέμισε με το τεράστιό του σώμα όλη την κουζίνα. Το κεφάλι του χάθηκε μέσα σε ένα σύννεφο καπνού, ψηλά στο ταβάνι. Η μαμά έμεινε να κοιτά τα μυτερά νύχια των ποδιών του τρομαγμένη, χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι ένας τόσο τρομερός δράκος ξεπήδησε από ένα τόσο δα φλιτζανάκι.
Την ίδια στιγμή, η καρδιά του Ευθύμη –που ήταν γενναία όσο ενός αληθινού ιππότη- χοροπήδησε ζωηρά μέσα στο κόκκινο πουλόβερ του. Ήθελε να του θυμίσει τι κάνουν οι ιππότες σε κάτι τέτοιους βρωμερούς δράκους. Κι ο Ευθύμης, την άκουσε με τη μία. Πήρε φόρα και επιτέθηκε στο δράκο με όπλο τις δυνατές του τσιμπιές.

Ο δράκος, όμως, ήταν φτιαγμένος από... πλαστελίνη.


Mόλις το κατάλαβε, ο Ευθύμης τσίμπησε ένα μεγάλο κομμάτι και έφτιαξε ένα τεράστιο καρπούζι. Μετά, έπλασε 3 αγγούρια, 10 μάνγκο, 30 αβοκάντο και 100 πιπεριές.
Μέχρι που δεν έμεινε ούτε μπιζέλι από το δράκο.
Η μαμά έχασε τον Ευθύμη μέσα σε αυτό το βουνό από φρούτα και λαχανικά αλλά, μόλις τον βρήκε,
τον πήρε στην αγκαλιά της και του έδωσε το πιο γλυκό της φιλί.
Μαζί με ένα δεύτερο κομμάτι κέικ. 



     
Συνταγή για να φτιάξετε τον πιο απαίσιο δράκο που έγινε ποτέ

(καλύτερα να μη την χρησιμοποιήσετε όμως)
2 φλιτζάνια θυμός
1 φλιτζάνι νεύρα
½ φλιτζάνι αδικία
½ φλιτζάνι ζήλια
3 κουταλιές της σούπας κακές λέξεις
2 θυμωμένα μάτια
1 δυνατή τσιρίδα και...

...το δικό σας μυστικό συστατικό

Η Τσοπ Τσοπ και το Ένα Μήλο Την Ημέρα

Ήταν ένα μήλο, ακριβώς όπως όλα τα άλλα μήλα. Το όνομά του ήταν «Ένα Μήλο Την Ημέρα».
Το Ένα Μήλο Την Ημέρα είχε ένα μεγάλο πρόβλημα: κανένα από τα δύο παιδιά του σπιτιού δεν ήθελε να το φάει.
Έλεγαν ότι είχαν βαρεθεί να το βλέπουν κάαααθε μέρα, κάαααθε μήνα, κάααθε εποχή.
Έλεγαν ότι δεν ήταν γλυκό σαν την μπανάνα ή διαφορετικό όπως το μάνγκο ή ανοιξιάτικο όπως οι φράουλες.
Από τη μεγάλη του στενοχώρια που κανένας δεν το ήθελε, το Ένα Μήλο Την Ημέρα είχε ζαρώσει το κοτσάνι του και καθόταν αμίλητο στη φρουτιέρα.
Μέχρι που μια μέρα, μυρίστηκε τη λύπη του και το επισκέφτηκε η Τσοπ Τσοπ, η σοφή κινεζούλα. Η Τσοπ Τσοπ δεν μπορούσε να ανοίξει διάπλατα τα μάτια της, αλλά άνοιξε την καρδιά της και κοίταξε το μήλο καλά-καλά.
Μετά, με τη μικρή της φωνή, του είπε κάτι πολύ σοφό. Το μήλο δεν μπόρεσε όμως να την ακούσει, γιατί η Τσοπ Τσοπ η κινεζούλα έστεκε πάνω στα πανύψηλα πόδια της. Το μήλο άρχισε λοιπόν να χοροπηδά πάνω στη φρουτιέρα για να ακούσει τη σοφή της συμβουλή, που εγώ την ανακάλυψα γραμμένη πάνω σε ένα μικρό χαρτί.

«Κρύβεις μέσα σου μια έκπληξη που θα κάνει τους άλλους να σε λαχταρούν. Βοήθησέ τους όμως να την ανακαλύψουν».

«Και πώς θα το κάνω εγώ αυτό; Εγώ είμαι απλά και μόνο Ένα Μήλο Την Ημέρα. Υπάρχουν άλλα 364 μήλα το χρόνο, ολόιδια με μένα.»
«Για να σε δουν διαφορετικά, θα πρέπει κι εσύ να σκεφτείς διαφορετικά. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να είσαι χαρούμενο και όχι θλιμμένο». 
«Αυτό διορθώνεται εύκολα» απάντησε το μήλο και τέντωσε με κέφι το κοτσάνι του.
«Και τώρα θα πρέπει να ψάξουμε για αυτό το ξεχωριστό κατιτί που κρύβεις μέσα σου. Για άφησέ με να κοιτάξω.» είπε η Τσοπ Τσοπ και έκλεισε τα μάτια της. «Χμμμμ. Νομίζω ότι το βρήκα!» αναφώνησε και, χωρίς να χάσει λεπτό, ακούμπησε το Ένα Μήλο την Ημέρα με την άκρη του ξύλινου ραβδιού που είχε για πόδι της.
«Γαργαλιέμαι» χαχάνισε το Ένα Μήλο Την Ημέρα και κατρακύλησε στη φρουτιέρα από τα γέλια. Όταν κατάφερε να σταθεί και πάλι όρθιο, έμεινε με το στόμα ανοιχτό!
Η Τσοπ Τσοπ είχε σκαλίσει έναν ουρανό από αστέρια επάνω στην κόκκινη κοιλιά του. Και το Ένα Μήλο Την Ημέρα έλαμπε από ομορφιά.
«Ποιος θα μπορέσει να σου αντισταθεί τώρα;» φώναξε χαρούμενα η Τσοπ Τσοπ.
«Κανείς!» απάντησε χαρούμενο το μήλο.
«Και πού να ‘ξερες πόσες ακόμα εκπλήξεις κρύβεις μέσα σου...» ψιθύρισε η σοφή κινεζούλα.
Από το κατακόκκινο σώμα σου, μπορεί κανείς να πάρει κεραμίδια για να ζωγραφίσει το ομορφότερο σπίτι στο πιάτο του...
Αν η μαμά κόψει το φλούδι σου προσεκτικά, θα βγει ένας δράκος με μακριά ουρά και θα πετάξει στην κουζίνα...
Και άλλες 363 εκπλήξεις μπορεί να βρει κανείς μέσα σε Ένα Μήλο Την Ημέρα. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να κλείσει τα μάτια και να ψάξει.»
Το Ένα Μήλο Την Ημέρα ένιωθε τα μάγουλά του να αναψοκοκκινίζουν από χαρά. Πριν όμως προλάβει να ευχαριστήσει την Τσοπ Τσοπ για το μάθημα που του έδωσε, ένα χεράκι το βούτηξε από τη φρουτιέρα. Δύο μάτια κοίταξαν εντυπωσιασμένα τα αστέρια του και ένα στόμα άνοιξε διάπλατα για να το καταβροχθίσει με λαχτάρα.
Η Τσοπ Τσοπ έκλεισε με νόημα το μάτι στο παιδί και εκείνο αναφώνησε ενθουσιασμένο: «Δεν το ήξερα ότι τα μήλα έχουν γεύση αστεριού!»
«Όχι όποιο κι όποιο μήλο» του απάντησε σοφά η Τσοπ Τσοπ. «Μόνο το Ένα Μήλο Την Ημέρα». 
Από εκείνη τη μέρα και μετά, το παιδί έψαχνε για το Ένα Μήλο Την Ημέρα κάθε μέρα. Το ίδιο και η ζηλιάρα αδερφή του.
Και το Ένα Μήλο Την Ημέρα ήταν χαρούμενο κάθε μέρα.     
Ο μόνος που δεν ήταν χαρούμενος, ήταν κάποιος που... τον είχαν κάνει πέρα.

Tη βοήθεια της Τσοπ Τσοπ ήρθε να ζητήσει και το γκρέιπφρουτ, που το έλεγαν ξινό, και η μπανάνα, που την έλεγαν χτυπημένη, και η φράουλα, που ήθελαν να την τρώνε όλη μέρα.
Τι συμβουλή να τους έδωσε άραγε;

Τυπώστε την ιστορία της Τσοπ Τσοπ εδώ!

Τα φιλάκια στα βαζάκια





Τα μικρά σου τα φιλάκια
θα τα κλείσω σε βαζάκια.
Κι όταν πια θα μεγαλώσεις,
θα 'χω φυλαγμένες δόσεις.

Ο Κλέφτης της Παιδικής Χαράς

Όταν τα παιδιά κατάλαβαν ότι ένας κλέφτης τρύπωνε μέσα στην παιδική χαρά στα κρυφά, θύμωσαν πολύ.

Ο κλέφτης έκλεβε το τραμπάλισμα από τις τραμπάλες και οι τραμπάλες δεν τραμπαλίζονταν πια.
Ο κλέφτης έκλεβε το τσουλήθρισμα από τις τσουλήθρες και οι τσουλήθρες δεν τσουλήθριζαν τα παιδιά.
Ο κλέφτης έκλεβε το στριφογύρισμα από το γύρω-γύρω-όλοι και το γύρω-γύρω-όλοι δεν στριφογύριζε πια.

Τραμπάλα χωρίς τραμπάλισμα. Ούτε οι δύο πιο δυνατοί μπαμπάδες του κόσμου μαζί δεν μπορούν να την τραμπαλίσουν.

Η Ιωάννα ήταν πολύ νευριασμένη και προειδοποιούσε ότι αν έβλεπε τον κλέφτη, θα τον ξεκούφαινε με τις τσιρίδες της που ήταν πιο δυνατές κι από συναγερμό.
Ο Μάξιμος ήταν πολύ θυμωμένος με τον κλέφτη και φώναζε ότι αν τον έπιανε στα χέρια του, θα τον έκανε σκόνη και θα τον φτυάριζε στο κουβαδάκι του.
Ο Βασιλάκης ήταν πολύ στενοχωρημένος και κλαψούριζε ότι αν συναντούσε τον κλέφτη, θα τον έπνιγε μέσα σε μια λίμνη από τα δάκρυά του.
Ο Θαλής ήταν μόνο λιγάκι σκεπτικός. Ήξερε ότι κάθε πρόβλημα έχει μία λύση και προσπαθούσε να σκεφτεί τη λύση αυτού του προβλήματος.



Παραμύθια Όνειρα Καληνύχτα



Από τη Σίσσυ Καραβία 

Ι. Ιστορία χωρίς κακούς

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι. Στο κοριτσάκι άρεσαν τα παραμύθια. Κάθε βράδυ λοιπόν, ο μπαμπάς του το έβαζε στο κρεβάτι, το σκέπαζε καλά και πριν του δώσει ένα φιλάκι για καληνύχτα, του έλεγε κι από ένα. Εκείνο το βράδυ, ο μπαμπάς ξεκίνησε το παραμύθι του όπως κάθε φορά.
«Ζούσε κάποτε σ’ ένα παλάτι μια μικρή πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα ήταν ένα χαρούμενο κοριτσάκι και το μόνο που χαλούσε τη χαρά του ήταν η κακιά μάγισσα, που έμενε σ’ έναν απομονωμένο πύργο μέσα στο παλάτι».
-«Μπαμπά, όχι, δεν θέλω να υπάρχει κακιά μάγισσα στο παραμύθι», διαμαρτυρήθηκε το κοριτσάκι.
-«Δε θέλεις; Καλά, λοιπόν, πάμε πάλι. Ζούσε κάποτε σ’ ένα παλάτι μια μικρή πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα ήταν ένα χαρούμενο κοριτσάκι, που όλη μέρα έπαιζε και τραγουδούσε ευτυχισμένο. Ξαφνικά μια μέρα, άκουσε τους μεγάλους να συζητούν για έναν τεράαααστιο δράκο, που είχε εμφανιστεί το προηγούμενο βράδυ στο βασίλειό τους. Το κοριτσάκι…»
-«Μπαμπά, όχι, όχι δράκος στο παραμύθι, δεν θέλω δράκο».
-«Δεν θέλεις δράκο; Μα… Καλά. Για να δούμε τι θα γίνει. Mια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ζούσε μια χαρούμενη μικρή πριγκίπισσα, που δεν είχε ούτε μια στενοχώρια, ούτε ένα τόσο δα παράπονο, ούτε μια μικρούλα απογοήτευση».   –«Και τι έκανε η πριγκίπισσα, μπαμπά;»
 -«Έπαιζε, η Ελενίτσα -Ελένη την έλεγαν την πριγκίπισσα- έπαιζε και τραγουδούσε και ζωγράφιζε και έτρωγε σταφύλια γλυκά και γλειφιτζούρια χρωματιστά και καραμέλες με μέντα και μπανάνες με σοκολάτα».
–«Και μετά, μπαμπά;»
-«Μετά πήγαινε στο κρεβάτι της, κοιμόταν και έβλεπε τα πιο ωραία όνειρα του κόσμου».
-«Αυτό μόνο;»
-«Χμ. Καμιά φορά έβλεπε και εφιάλτες, που την τρόμαζαν πολύ, γιατί δεν άντεχε να συμβαίνει τίποτε κακό στη ζωή της».
-«Και τι έβλεπε δηλαδή;»
-«Έβλεπε δράκους τεράστιους και μάγισσες κακές και μερικές φορές έβλεπε κι άλλα, πολλά και φοβερά, που την έκαναν να ιδρώνει στον ύπνο της και να βγάζει μικρές φωνούλες, σα γατάκι που έχει πέσει από το καλάθι του και ψάχνει φοβισμένο τη μαμά του. Φοβόταν η Ελενίτσα στον ύπνο της, όμως είχε καταλάβει πώς, όταν κοιμόταν, δε μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να αντιμετωπίζει με θάρρος, με υπνοθάρρος, όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά που έβλεπε μπροστά της.
Έπαιρνε, λοιπόν, μια βαθιά ονειροανάσα, κοίταζε στα μάτια τη μάγισσα και το δράκο και όποιον άλλο προσπαθούσε να την τρομάξει και άφηνε το όνειρο να την πάει εκεί που αυτό ήθελε και εκεί που μόνο εκείνο μπορούσε. Και κάπου, βαθιά βαθιά μέσα της, ήξερε πως όλα αυτά ήταν απλώς ένα όνειρο, μια ιστορία, που μπορούσε να την κάνει να ταξιδέψει με το μυαλό της και να ζήσει πράγματα σπουδαία και μοναδικά, ίσως τρομακτικά, ίσως και λίγο αστεία, αλλά σίγουρα πράγματα που μόνο μια πριγκίπισσα μπορούσε να ζήσει, μια πριγκίπισσα με μεγάλη φαντασία, εξυπνάδα και όρεξη για περιπέτεια. Κι έτσι, όταν ξυπνούσε, είχε πάντα κάτι συναρπαστικό να σκεφτεί και πάντα ένα λόγο να νιώθει γενναία και περήφανη για τον εαυτό της.
Λοιπόν, μικρή μου, το παραμύθι τέλος, ώρα να κοιμηθείς κι εσύ».
-«Καληνύχτα μπαμπά».
-«Καληνύχτα, πριγκίπισσα».